Ένας στρατιώτης, μόνος, απέναντι στον χρόνο. Οφείλει πάση θυσία να μην σταματήσει, να μην δειλιάσει – οφείλει να μείνει ζωντανός, να εκτελέσει την αποστολή του: να φτάσει στην ώρα του και να παραδώσει το μήνυμα που του έδωσαν. Πρέπει να περάσει πάνω από φυσικά και τεχνητά εμπόδια – συρματοπλέγματα, παγίδες, πυροβολισμούς, λάσπες, ερείπια, αρουραίους, νεκρά ζώα, πτώματα. Να ξεφύγει από τις στοές των χαρακωμάτων, να περάσει πέρα από τις γραμμές του εχθρού, στο no man’s land, να διασχίσει ποτάμια, αποψιλωμένα χωράφια, εγκαταλελειμμένα χωριά, πόλεις φλεγόμενες. Πρέπει να φτάσει, το οφείλει – παρά τα τραύματα, τις απώλειες, την αδιανόητη κακουχία. Ακόμη και όταν μοιάζει μάταιο, συνεχίζει. Το οφείλει στους συστρατιώτες του, οι ζωές των οποίων εξαρτώνται από αυτόν. Το οφείλει στον συνοδοιπόρο του, που ξεκίνησαν μαζί και δεν θα φτάσουν ποτέ μαζί ως το τέλος. Το οφείλει, εντέλει, στην πατρίδα του – ακόμα και αν το μετάλλιο τιμής δεν είναι γι’ αυτόν παρά ένα κομμάτι μέταλλο με μια κορδέλα, που το αντάλλαξε κάποτε με ένα μπουκάλι κρασί.
Βρισκόμαστε, όπως μαρτυράει ο τίτλος, στα 1917, και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη προχωρήσει αρκετά. Προχωράει μόνο χρονικά όμως, καθώς τα στρατεύματα των δύο πλευρών μοιάζουν ακινητοποιημένα – σε κυριολεκτικό και μεταφορικό τέλμα – για μεγάλες περιόδους, προχωρώντας μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα, μετρώντας απώλειες και τραύματα και οπισθοχωρώντας ξανά στις γραμμές τους. Δεν είναι σίγουροι πια για ποια χώρα, για ποιο κομμάτι γης πολεμούν. Κάποιοι δεν είναι καν σίγουροι ποια μέρα είναι, μετά από αμέτρητες μέρες μαχών και βομβαρδισμών. Ανάμεσα στις χιλιάδες τέτοιες ιστορίες, η ιστορία του Sam Mendes (ο οποίος συν-υπογράφει και το σενάριο) επικεντρώνεται σε ένα τάγμα Βρετανών στρατιωτών, κάπου στο Δυτικό Μέτωπο. Μετά από εβδομάδες ακινησίας και άσκοπων επιθέσεων, ο Βρετανικός στρατός μοιάζει να έχει ένα άνοιγμα – οι Γερμανοί, απροσδόκητα, οπισθοχώρησαν και φαίνεται να ανοίγει μια ευκαιρία για επίθεση, για μια νικηφόρα επέλαση έστω μερικών εκατοντάδων μέτρων. Που είναι, βέβαια, παγίδα, και κάποιος πρέπει να τους προειδοποιήσει, άμεσα, πριν επιτεθούν. Ο στρατηγός επιλέγει δύο νεαρούς στρατιώτες για την επικίνδυνη αποστολή – σχεδόν αποστολή αυτοκτονίας – , ο ένας εκ των οποίων έχει και προσωπικό ενδιαφέρον για αυτήν. “Εάν αποτύχετε, θα γίνει σφαγή. Και ανάμεσα σ’ αυτούς που θα σκοτωθούν, θα είναι και ο αδερφός σου”. Με αυτά τα λόγια να αντηχούν στο μυαλό τους, να τους τραντάζουν ολόκληρους, οι δυο στρατιώτες ξεκινούν με μόνα τους εφόδια το όπλο τους, ένα χάρτη και μια πυξίδα. Και την αίσθηση καθήκοντος που τους καλεί.
Μια πολεμική ταινία σαν όλες τις άλλες(;): Το μυαλό μας ταξιδεύει ασυναίσθητα στον λαχανιασμένο Mel Gibson να τρέχει να παραδώσει το μήνυμα ζωής και θανάτου μέσα στα χαρακώματα της Καλλίπολης στις τελευταίες οδυνηρές σκηνές του «Gallipoli» του Peter Weir. Στους απελπισμένους διαλόγους των στρατιωτών πριν την μάταιη, καταδικασμένη επίθεση θανάτου κάπου στη Γαλλία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δια χειρός Stanley Kubrick, στο επικό «Paths of Glory» (“Δεν φοβάμαι τον θάνατο αύριο. Φοβάμαι μήπως σκοτωθώ.”). Στα αδέρφια Ryan που θα κάνουν τα πάντα για να ξανασυναντηθούν, ανάμεσα στα ξεκοιλιασμένα πτώματα που έχει ξεβράσει η θάλασσα στις ακτές τις Νορμανδίας, που ακόμα στοιχειώνουν το σελιλόιντ από το «Saving Private Ryan» του Steven Spielberg. Στο μαγευτικό και εφιαλτικό συνάμα μονοπλάνο του Joe Wright που ακολουθεί τον παραζαλισμένο στρατιώτη-πρωταγωνιστή του στις ακτές της Δουνκέρκης στο «Atonement». Πιο πρόσφατα ακόμη, στο ασφυκτικό «Dunkirk» του Christopher Nolan, με τον χρόνο να μετρά αντίστροφα για έναν άλλον ανώνυμο Βρετανό στρατιώτη που νιώθει να κυκλώνεται όλο και πιο απειλητικά και ασφυκτικά από τις γερμανικές δυνάμεις.
Μια πολεμική ταινία ξεχωριστή – διαφορετική από όλες τις άλλες. Μια ταινία που, με όχημα ένα τεχνικό επίτευγμα, πετυχαίνει να αποτυπώσει σχεδόν όσο καμία άλλη στο παρελθόν το χάος και την ματαιότητα του πολέμου, αλλά και την μοναξιά και την απελπισία του ανώνυμου ανθρώπου που, εν πολλοίς τυχαία, βρίσκεται στο μέσο του πολεμικού κυκλώνα. Λίγες είναι οι φορές που το βιρτουόζικο μέσο εξυπηρετεί τόσο καλά τον σκοπό: Ο Sam Mendes επέλεξε να γυρίσει την ταινία του με μια σειρά από μονοπλάνα, τα οποία έχουν μονταριστεί με τέτοιο τρόπο που ολόκληρη η ταινία μοιάζει σαν ένα μονοκόμματο, συνεχές πλάνο, που η κάμερα δεν σταματά ποτέ το γύρισμα για να αλλάξει από την μία σκηνή στην άλλη. Στην πράξη, παρακολουθούμε σχεδόν σε πραγματικό χρόνο τη διαδρομή των πρωταγωνιστών, βήμα-βήμα, ασθμαίνοντας μαζί τους, τσαλαβουτώντας μαζί τους στις λάσπες και σκαρφαλώνοντας στα ερείπια, προχωρώντας μαζί τους αδιάκοπα κι αντικρίζοντας ακριβώς ό,τι βλέπουν και αυτοί. Στα παρασκήνια, αυτό σημαίνει ατελείωτες ώρες προβών και εξαντλητικής αναζήτησης των ιδανικών τοποθεσιών για το γύρισμα (ο διευθυντής φωτογραφίας Roger Deakins αξίζει αναμφίβολα ένα δεύτερο πανάξιο Όσκαρ του για τα μαγευτικά του πλάνα), με αποτέλεσμα μια τέλεια ενορχήστρωση – σαν να βλέπουμε κινηματογραφημένο ένα θεατρικό έργο, με τέλειο ρυθμό, ένταση, κι ερμηνείες μελετημένες και χορογραφημένες στην κάθε τους κίνηση (στο σανίδι, εξάλλου, είναι που πρώτα διέπρεψε ο Sam Mendes πριν γίνει ένας από τους μεγαλύτερους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες της εποχής μας).
Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία μοναδική – από όλες τις απόψεις. Μια ταινία που βλέπεται στο σινεμά – εκεί που της αξίζει.
Μια ταινία που αναπνέει μαζί με τους πρωταγωνιστές της (εξαιρετικοί και εκφραστικότατοι οι δύο νέοι και άσημοι George MacKay και Dean-Charles Chapman), που αποπνέει μπαρούτι και καμένη σάρκα, που φωνάζει για τον παραλογισμό του πολέμου όχι με πολεμικές ιαχές αλλά με υπόκωφο πόνο – μια ταινία που γίνεται βιωματική όχι τόσο επειδή αποτυπώνει ωμά τις φρικαλεότητες του πολέμου (ίσα-ίσα που, εκτός από όπου είναι απολύτως απαραίτητο, η ωμότητα αποφεύγεται συστηματικά χάριν της δραματουργικής ωραιοποίησης), αλλά επειδή σε βάζει στο κέντρο μιας πολεμικής επιχείρησης – εκεί που καταλαβαίνεις πια ότι δεν υπάρχουν ηρωισμοί, ιδεολογίες και ανώτατα ιδανικά. Εκεί που νιώθεις, ως θεατής, ότι υπάρχει πλέον μόνο η επιβίωση. Και ο θάνατος.
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 09-01-2020 | Διανομή: Odeon | Επίσημο Site