Στο σύγχρονο live-action φιλμ φαντασίας Pinocchio, το ξύλινο αγόρι-μαριονέτα φτάνει πιο ζωντανό από ποτέ στη μεγάλη οθόνη, με μία διήγηση η οποία αποτυπώνει με μοναδική ευαισθησία και λεπτότητα ένα από τα πιο αγαπημένα παιδικά παραμύθια που ξεπηδά με απαράμιλλο στυλ μέσα από τον φακό του Matteo Garrone (Dogman, Tale of Tales, Reality)!
Η εν λόγω κινηματογραφική διασκευή της περίφημης ιστορίας που εμπνεύστηκε ο συγγραφέας Carlo Collodi το 1881, συνιστά αξιοζήλευτο διάδοχο της ομώνυμης ταινίας που σκηνοθέτησε και στην οποία πρωταγωνίστησε ο Roberto Benigni το 2002. Δέκα επτά χρόνια μετά, ο πασίγνωστος Ιταλός ηθοποιός αφήνει τα παπούτσια του παραπάνω ήρωα για να μπει αριστοτεχνικά σε εκείνα του ‘μαστρο-Τζεπέτο’ υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του σπουδαίου δημιουργού του Gomorrah.
Ο Garrone επιμελήθηκε και την προσαρμογή του σεναρίου μαζί με τον Massimo Ceccherini. Εδώ λοιπόν, ο Benigni μας συστήνεται ως ο ξυλουργός ‘μαστρο-Τζεπέτο’, δηλαδή ο άνδρας που μέσα από την τέχνη του φέρνει με θαυμαστό τρόπο στην ζωή μία ξύλινη κούκλα, τον ‘Πινόκιο’ (Federico Ielapi)! Αυτήν η μαριονέτα ανέκαθεν λαχταρούσε να γίνει ένα κανονικό παιδί και αυτό της το όνειρο θα κυνηγήσει κάνοντας ένα απίθανο ταξίδι περιπετειών παρέα με έναν σοφό γρύλο (Davide Marotta) και την καλή του ‘Νεράιδα με τα Γαλάζια Μαλλιά’ (Marine Vacth)!
Το cast συναπαρτίζουν ακόμη οι: Marcello Fonte, Rocco Papaleo, Massimo Ceccherini και ο Gigi Proietti.
Ένας από τους πιο διαλεχτούς μύθους της παιδικής λογοτεχνίας παίρνει και πάλι τον δρόμο του σινεμά, με μία δουλειά που συνδυάζει με μαεστρία το στοιχείο τόσο της νατουραλιστικής όσο και μίας ονειρικά δοσμένης απόδοσης μέσα από μία τρυφερή και συνάμα σκληρή αλληγορία αυτοανακάλυψης. Η μαγεία, η ωμή πραγματικότητα αλλά και το χιούμορ ενώνονται σε μία υπέροχα γλυκόπικρη αφήγηση που συνεπαίρνει αμέσως το κοινό κάνοντας το να γελάσει, να συγκινηθεί, και να συναισθανθεί βαθιά τον ξύλινο κατεργάρη-πιτσιρίκο με το μυτερό, κόκκινο καπέλο και την στολή.
Βλέπουμε ένα θέαμα-ύμνο στην παιδική αθωότητα και την ανεμελιά, το οποίο συνθέτουν πινελιές τόσο από τον χώρο του φανταστικού όσο και από τον αληθινό κόσμο. Θαύμα και ρεαλισμός αλληλοδιαπλέκονται αρμονικά σε μία διαδρομή που δεν ξαστοχάει ποτέ από την πρόθεσή της να μας θυμίσει την ομορφιά και την πρόκληση της ζωής.
Ο Garrone επιλέγει ως χώρο της δράσης του κατά κύριο λόγο την ιταλική ύπαιθρο, με παραστάσεις και πρόσωπα οικεία όπως ανθρώπους που μοχθούν αγωνιζόμενοι να τα βγάλουν πέρα με τα βάρη της καθημερινότητας. Η απλότητα, η πιστότητα και η αμεσότητα στην έκφραση κατά διαστήματα δίνουν την εντύπωση ενός μοντέρνου ιδιότυπου ηθογραφικού παραμυθιού.
Παρακολουθούμε τον μικρούλη ήρωα που πριν καλά καλά προλάβει να μάθει τα βασικά για τον εαυτό του, ξεκινά να αποκομίζει εμπειρίες και βιώματα καθοριστικής σημασίας τα οποία πλάθουν περίτεχνα τον ψυχισμό και την προσωπικότητά του όπως ακριβώς ένα δημιούργημα που προσλαμβάνει ξεχωριστή μορφή από κάποιον καλλιτέχνη. Μέχρι να μπορέσει επιτέλους να αφουγκραστεί ουσιαστικά όσα του υπαγορεύει η συνείδησή του με την κάθε τόσο παρέμβαση του γρύλου, εκπλήσσεται πολλές φορές με τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει αλλά και με το ίδιο του το άτομο μέχρι να αγγίξει εκείνο το σημείο της αυτεπίγνωσης που θα του επιτρέψει να διακρίνει την αρετή από την κακία, το ηθικό από το ανήθικο, την ιδιοτέλεια από την φιλευσπλαχνία, την πονηριά από την αγαθότητα. Κάθε εμπόδιο που ξεπερνά είναι σαν να κόβει τα αόρατα σχοινιά του από το να είναι έρμαιο του τυχαίου και ισχυροποιεί την θέλησή του να βρει έναν άξιο σκοπό, έναν προορισμό, ανταμώνοντας ξανά με τον πατέρα του και γενόμενος ό,τι πιο ιδανικό, ένα παιδί!
Ο Benigni χάρη στην υποκριτική του δεινότητα, ερμηνευτικά απογειώνει τον χαρακτήρα που υποδύεται. Γίνεται ένας αξέχαστος ‘μαστρο-Τζεπέτο’ που αγκαλιάζει ζεστά το ανέλπιστο δώρο που του χαρίζει η ζωή να γίνει πατέρας, καμαρώνοντας με ανεπιτήδευτη αγάπη, καλοσύνη και ειλικρίνεια το παιδί του και κάθε τι που το κάνει διαφορετικό! Τρέχει περιχαρής στην γειτονιά να ανακοινώσει το μεγάλο νέο ότι είναι πλέον γονιός και σου έρχεται και εσένα να πανηγυρίσεις μαζί του!
Από την άλλη, ο Federico Ielapi που ενσαρκώνει τον ‘Πινόκιο’, με το ιδιαίτερο παίξιμό του και την χαρακτηριστική φωνούλα του (ειδικά όταν φωνάζει την λέξη «μπαμπά»!) σου γεννάει αβίαστα την συμπάθεια και την στοργή.
Η Marine Vacth παραλαμβάνει με δεξιοτεχνία την σκυτάλη από την προκάτοχό της, Nicoletta Braschi, και μεταμορφώνεται σε μία μεγαλόκαρδη, ντελικάτη και αέρινα εξαίσια ‘Νεράιδα με τα Γαλάζια Μαλλιά’, λειτουργώντας συχνά ως σωτήριο στήριγμα και παρήγορο καταφύγιο του άτακτου ‘Πινόκιο’ σε όσες αναποδιές συναντάει στο διάβα του όποτε παραστρατεί.
Γενικά, κάθε μέλος του cast ανταποκρίνεται άψογα στις απαιτήσεις του ρόλου του. Η μουσική επένδυση του project από τον Dario Marianelli και η διεύθυνση της φωτογραφίας από τον Nicolaj Brüel σε παρακινούν ακόμη περισσότερο να αφεθείς σε μία εξιστόρηση που αιχμαλωτίζει την προσοχή σου από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Καθώς το Pinocchio οδηγείται προς το τέλος του, νιώθεις κιόλας ενδόμυχά σου πιο ανάλαφρος, όμοιος με ένα ανήσυχο αγόρι που τα πόδια του είναι σαν να ‘χουν βγάλει φτερά ενώ τρέχει στους αγρούς λαχανιασμένο και γεμάτο ενθουσιασμό, αδημονώντας να φτάσει σε όσα κατάλαβε ότι έχουν νόημα γι’ αυτό.